ὁμοτέχνου

ὁμοτέχνου
ὁμότεχνος
practising the same art
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Αντονέλο — (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478 – 1536).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γιος του ομότεχνού του Ντομένικο Γκατζίνι (βλ. λ.), άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γλύπτης στη Μεσσήνη αλλά η πλαισίωση των γλυπτών του με μνημειακές επιβλητικές κατασκευές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”